τσο(μ)πάνης

τσο(μ)πάνης
ο см. τσομπανος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τσο(μ)πάνης" в других словарях:

  • τσο(μ)πάνης — ο, θηλ. τσο(μ)πάνα και τσο(μ)πάνισσα, Ν ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coban] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανάκος — ο, Ν 1. μικρός τσομπάνος, τσομπανόπουλο («τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα», δημ. τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους sitta τής οικογένειας sittidae, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τα είδη Sitta europaea …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)παναραίος — ο, Ν 1. τσομπάνης 2. μτφ. άνθρωπος άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. αρ αίος (< λ. σε άρης + αίος*)] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανοπούλα — η, Ν κόρη τσομπάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. πούλα (πρβλ. βασιλο πούλα), βλ. και πουλο, πουλος] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανόπουλο — το, Ν 1. τσομπανάκος 2. γιος τσομπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. πουλο* (πρβλ. αρχοντό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανόσκυλο — το, Ν 1. σκυλί που φυλάγει το κοπάδι, μαντρόσκυλο 2. ράτσα σκυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + σκυλί] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»